Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

απάνου στην

  • 1 ώρες

    в ночное время;

    η ώρες τού φαγητού (της ανάπαυσης) — час обеда (отдыха);

    οι ώρες της εργασίας (των μαθημάτων) часы работы (занятий);
    ώρες ακροάσεων приёмные часы;

    είναι πολλή ώρες, πού εφυγε — прошло много времени с тех пор, как он уехал;

    δεν είναι ώρες γι' αστεία — не время для шуток;

    είναι ώρες να... — время, пора (делать что-л.);

    πρίν της ώρεςας — или πρίν την ώρες — раньше времени, преждевременно;

    εν ώρες πολέμου — в военное время;

    3) часы;

    δεν έχω ώρες απάνω μου — у меня нет при себе часов;

    4) уст. время года;

    εν ώρες χείμώνος — зимой, в условиях зимы, в зимнее время;

    αί ώραι τού έτους времена года;

    § ώρες καλή! — или η ώρες η καλή! — доброго пути!;

    ώρες του καλή! — скатертью дорога!;

    καλή του ώρες — дай бог ему здоровья;

    καλή ώρες — а) в добрый час;

    б) точно такой, (как);

    μιά ολόκληρη ώρες — битый час;

    ώρες της αιχμής (или του συνωστισμού) часы пик;

    φαγητό της ώρεςας — заказное блюдо;

    προς ώρεςαν — временно, на время;

    από ώρες σε ώρες — или από ώρεςας εις ώρεςαν — или ώρες τη ώρες — или ώρες με την ώρες — с часу на час, очень скоро;

    σήμανε η ώρες — пробил час;

    μιά ώρες πρωτήτερα — чем раньше, тем лучше;

    ώρες την ώρεςили ώρες ώρες — иногда, порой, временами, время от времени;

    απάνου στην ώρες — как риз в тот момент;

    γιά ( — или διά) την ώρες — пока (что);

    στην ( — или εις την, με την) ώρες σου — вовремя, кстати;

    παρ' ώρεςαν — не вовремя;

    είναι στην ώρες της — она скоро родит;

    δεν βλέπω την ώρες να... — страстно желать..., ждать не дождаться (чего-л.);

    κακή ώρες να τον εΰρει ( — или να τον έχει) — чтоб ему ни дна ни покрышки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ώρες

См. также в других словарях:

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • τάχα — ΝΜΑ, και τάχατε(ς) και τάχατι(ς) και τάχαμου Ν νεοελλ. 1. (ως ερωτ. μόριο) άραγε, ποιος ξέρει αν... («τάχα να στέκει ο ουρανός, να στέκει ο απάνου κόσμος;», δημ. τραγούδι) 2. (ως ενδοιαστικό μόριο) μήπως μη τυχόν («τάχα δεν επερπάτησα κι εγώ με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»